- σεληνοειδές
- σεληνοειδήςlike the moonmasc/fem voc sgσεληνοειδήςlike the moonneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνοδοντία — η, Ν παλαιότερος όρος που δήλωνε το τοξοειδές ή σεληνοειδές σχήμα τών δοντιών, ιδίως τών πρόσθιων άνω τομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenodonty (< σελήνη + οδούς, οδόντος + ία)] … Dictionary of Greek